πρωτεϊνικός

πρωτεϊνικός
-ή, -ό, Ν [πρωτεΐνη]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις πρωτεΐνες (α. «πρωτεϊνική αλυσίδα» β. «πρωτεϊνικό μόριο»)
2. φρ. α) «πρωτεϊνική αντλία»
(βιοχ.) μεμβρανική πρωτεΐνη ή πρωτεϊνικό σύμπλοκο που αντλεί ιόντα, λ.χ. νατρίου, καλίου, χλωρίου, ή απλές οργανικές ενώσεις μέσα και έξω από το κύτταρο και έναντι τών βαθμίδων συγκέντρωσης σε μια αντίδραση που απαιτεί ενέργεια
β) «πρωτεϊνική μετάθεση»
(βιοχ.) η μετακίνηση ορισμένων πρωτεϊνών από το κυτταρόλυμα, όπου συντίθενται, προς τα οργανίδια ή έξω από το κύτταρο
γ), «πρωτεϊνικός άργυρος»
(φαρμ.) μη ποσοτικά καθορισμένος συνδυασμός αργύρου και πρωτεϊνικών ουσιών που χρησιμοποιείται ως αντισηπτικό στο δέρμα και στους βλεννογόνους, αλλ. πρωταργόλη
δ) «πρωτεϊνική τυροσινοκινάση»
(βιοχ.) κάθε ένζυμο που φωσφορυλιώνει ειδικά μια πρωτεΐνη-στόχο σε ένα υπόλειμμα τυροσίνης, αλλ. τυροσινοκινάση ή τυροσινοπρωτεϊνική κινάση
ε) «πρωτεϊνικό ιόν»
(βιοχ. -βιολ.) σύμπλοκο οργανικό ιόν που απαντά στα ζωντανά κύτταρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προπρωτεΐνη — η, Ν (βιοχ.) μεταβατικός πρωτεϊνικός πρόδρομος ο οποίος φέρει τελικές περιοχές που διασπώνται γρήγορα για να παραγάγουν μια σταθερή προπρωτεΐνη ή μια λειτουργική πρωτεΐνη …   Dictionary of Greek

  • πρωτεΐνη — η, Ν 1. συν. στον πληθ. οι πρωτεΐνες εξαιρετικά πολύπλοκες ενώσεις που υπάρχουν σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς και οι οποίες έχουν μεγάλη θρεπτική αξία, ενώ υπεισέρχονται άμεσα στις θεμελιώδεις για τη ζωή χημικές διεργασίες 2. φρ. α) «ακυκλο …   Dictionary of Greek

  • ραβδίτης — (I) ο, Ν βιολ. πρωτεϊνικός ενδοκυτταρικός σχηματισμός, με μορφή ραβδίου και άγνωστη λειτουργία, ο οποίος περιέχεται στο καλυπτήριο σύστημα τής πλανάριας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. rhabdite (< ράβδος + επίθημα ίτης)]. (II) ο, Ν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”